λακπάτητος

λακπάτητος
λακπᾰτ-ητος, ον,
A trampled on, trodden down, S.Ant.1275 (

λαξπάτητον Eust.

, v.l. λεωπάτητον).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λακπάτητος — λακπάτητος, ον (Α) [λακπατώ] καταπατημένος, τσαλαπατημένος, ποδοπατημένος («λακπάτητον ἀντρέπων χαράν», Σοφ.) …   Dictionary of Greek

  • λακπάτητον — λακπάτητος trampled on masc/fem acc sg λακπάτητος trampled on neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαξπάτητος — (Α) βλ. λακπάτητος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”